- ἐπιπολιοῦνται
- ἐπιπολίζωbuild uponfut ind mid 3rd pl (attic epic doric)ἐπιπολιόομαιbegin to grow greypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπολιούμαι — ἐπιπολιοῦμαι, όομαι (Α) [επιπόλιος] αρχίζω να γίνομαι πολιός, να ασπρίζω («διά τήν ήλικίαν ἐπιπολιοῦνται αἱ τρίχες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek